- έμπτωσις
- ἔμπτωσις, η (Α)1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση4. κλίση, ροπή5. (για εξάρθρωση) ανάταξη6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου.
Dictionary of Greek. 2013.